- καρποφορηθέντων
- καρποφορέωbear fruitaor part pass masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύναξη — η / σύναξις, άξεως, ΝΜΑ [συνάγω] 1. συναγωγή, συγκέντρωση, συνάθροιση 2. εκκλ. λειτουργική συνάθροιση τών πιοτών για τον εορτασμό εορτής ή μνήμης ενός αγίου (α. «σύναξη τού Αγίου Ιωάννου τού Βαπτιστού» β. «σύναξη τής Θεοτόκου») 3. φρ. «Ιερὰ… … Dictionary of Greek